Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπλυνής — εὐπλυνής, ές (Α) αυτός που είναι ωραία, καθαρά πλυμένος, ο καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλυνής (< πλύνω), πρβλ. νεο πλυνής] … Dictionary of Greek
νεοπλυνής — νεοπλυνής, ές (Α) νεόπλυτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πλυνής (< πλύνω), πρβλ. ευ πλυνής] … Dictionary of Greek